βασανίσω

βασανίσω
βασανίζω
rub upon the touch-stone
aor subj act 1st sg
βασανίζω
rub upon the touch-stone
fut ind act 1st sg
βασανίζω
rub upon the touch-stone
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

  • κλαπώνω — (Μ κλαπώνω) [κλάπα] βάζω τα πόδια κάποιου σε ποδοκάκκη για να τόν βασανίσω …   Dictionary of Greek

  • ταψί — και τεψί, το, Ν 1. είδος μεγάλου, αβαθούς και στρογγυλού μεταλλικού μαγειρικού σκεύους 2. φρ. α) «γλυκά [ή γλυκίσματα] τού ταψιού» γλυκά που ψήνονται σε ταψί β) «θα σέ χορέψω [ή θα σέ κάνω να χορέψεις] στο ταψί» θα σέ βασανίσω, θα σέ κάνω να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”